στλεγγισμα

στλεγγισμα
    στλέγγισμα
    -ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στλεγγισμα" в других словарях:

  • στλέγγισμα — the oil and dirt scraped off by the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* …   Dictionary of Greek

  • στλεγγισμάτων — στλέγγισμα the oil and dirt scraped off by the neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στλεγγίσματα — στλέγγισμα the oil and dirt scraped off by the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλγισμα — ίσματος, τὸ, Α βλ. στλέγγισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»